- φρατριαστής
- φρᾱτρι-αστής, οῦ, ὁ, = Lat.A curialis, D.H.4.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατριαστής — ὁ, ΜΑ βλ. φατριαστής … Dictionary of Greek
φρατριαστῶν — φρατριαστής curialis masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατριαστής — ο, ΝΜΑ, και φρατριαστής ΜΑ [φατριάζω / φρατριάζω] άτομο που φατριάζει μσν. συνωμότης … Dictionary of Greek
φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* … Dictionary of Greek